- αστέρινος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στ' άστρα2. εκείνος που έχει πολλά άστρα3. αυτός που προέρχεται από τ' άστρα («αστέρινο φώς»)4. όποιος μοιάζει με άστρο ή έχει τη λάμψη του άστρου («αστέρινη ματιά»)5. ο αστεράτος*.
Dictionary of Greek. 2013.